- μύσταξ
- μύσταξupper lipmasc nom/voc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύσταξ — ο (Α μύσταξ και, σπαν. βύσταξ, ακος) 1. μουστάκι, το πυκνό τρίχωμα στο άνω χείλος τών ανδρών 2. αραιές τρίχες, νημάτια που φυτρώνουν στο πάνω χείλος ζώων, όπως τής γάτας, τής τίγρης, ή ψαριών, όπως τής τρίγλης, τού μπαρμπουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
μυστάκων — μύσταξ upper lip masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστακα — μύσταξ upper lip masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστακας — μύσταξ upper lip masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστακες — μύσταξ upper lip masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστακι — μύσταξ upper lip masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστακος — μύσταξ upper lip masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Moustache — This article is about the type of facial hair. For other uses, see Moustache (disambiguation). Panayot Hitov s moustache Bulgarian hajduk and revolutionary … Wikipedia
μούσταξ — μούσταξ, ακος, ὁ (Μ) μύσταξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσταξ (βλ. και λ. μουστάκι)] … Dictionary of Greek
μυστάκιον — μυστάκιον, τὸ (Μ) [μύσταξ] υποκορ. τού μύσταξ … Dictionary of Greek